- διάκοσμος
- ο (Α διάκοσμος) [κόσμος]μσν.- νεοελλ.1. όλα όσα χρησιμεύουν στη διακόσμηση, τα στολίδιανεοελλ.1. η διακοσμητική σύνθεση ως σύνολο2. ο ρυθμός μιας διακοσμητικής σύνθεσης3. φρ. «σκηνικός διάκοσμος» — τα σκηνικά, ο φωτισμός, και όλα τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράστασηαρχ.1. διαρρύθμιση, διάταξη, τακτοποίηση2. τάξη ή παράταξη μάχης3. ο κατάλογος τών πλοίων στο Β τής Ιλιάδος.
Dictionary of Greek. 2013.