διάκοσμος

διάκοσμος
ο (Α διάκοσμος) [κόσμος]
μσν.- νεοελλ.
1. όλα όσα χρησιμεύουν στη διακόσμηση, τα στολίδια
νεοελλ.
1. η διακοσμητική σύνθεση ως σύνολο
2. ο ρυθμός μιας διακοσμητικής σύνθεσης
3. φρ. «σκηνικός διάκοσμος» — τα σκηνικά, ο φωτισμός, και όλα τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση
αρχ.
1. διαρρύθμιση, διάταξη, τακτοποίηση
2. τάξη ή παράταξη μάχης
3. ο κατάλογος τών πλοίων στο Β τής Ιλιάδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάκοσμος — battle order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοσμος — ο το σύνολο στοιχείων που χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση, τα στολίδια: Η αίθουσα είχε χριστουγεννιάτικο διάκοσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακόσμοις — διάκοσμος battle order masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμου — διάκοσμος battle order masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμους — διάκοσμος battle order masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμων — διάκοσμος battle order masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμῳ — διάκοσμος battle order masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοσμε — διάκοσμος battle order masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοσμοι — διάκοσμος battle order masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκοσμον — διάκοσμος battle order masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”